αντιπερίαμμα

αντιπερίαμμα
ἀντιπερίαμμα, το (Μ)
κρεμαστάρι, μενταγιόν κρεμασμένο για μαγικούς σκοπούς, για να προκαλεί κακό στους άλλους (αντίθετα απ' το φυλαχτό).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αντι -* + περίαμμα < περιάπτω «περιδένω, προσαρμόζω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”